- ζεματάω
- ζεματάω και ζεματίζω ζεμάτισα, ζεματίστηκα, ζεματισμένος1. μτβ., προκαλώ εγκαύματα με ζεστό υγρό: Με ζεμάτισε το λάδι.2. βράζω κάτι: Ζεματίζω τα χόρτα.3. μτφ., προξενώ βλάβη σε κάποιον, κυρίως οικονομική: Η κατάθεση αυτού του μάρτυρα τον ζεμάτισε. – Με ζεμάτισε το πρόστιμο που πλήρωσα.4. μτφ., στενοχωρώ κάποιον: Τα πικρά του λόγια με ζεμάτισαν.5. αμτβ., καίω πολύ: Το φαΐ ζεματάει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.