ζεματάω

ζεματάω
ζεματάω και ζεματίζω ζεμάτισα, ζεματίστηκα, ζεματισμένος
1. μτβ., προκαλώ εγκαύματα με ζεστό υγρό: Με ζεμάτισε το λάδι.
2. βράζω κάτι: Ζεματίζω τα χόρτα.
3. μτφ., προξενώ βλάβη σε κάποιον, κυρίως οικονομική: Η κατάθεση αυτού του μάρτυρα τον ζεμάτισε. – Με ζεμάτισε το πρόστιμο που πλήρωσα.
4. μτφ., στενοχωρώ κάποιον: Τα πικρά του λόγια με ζεμάτισαν.
5. αμτβ., καίω πολύ: Το φαΐ ζεματάει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζεματάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζεμάτισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: ζεματάω : μόνο στον ενεστώτα και στον παρατατικό έχει και τη σημασία → είμαι καυτός (π.χ. ζεματάει ο ήλιος σήμερα). Το ισα έχει επικρατήσει λόγω ισοδυναμίας με το ζεματίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ζεματώ — και ζεματάω [ζέμα] βλ. ζεματίζω …   Dictionary of Greek

  • ζεματίζω — ζεματίζω, ζεμάτισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. ζεματάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζεματίζω — ισα, ίστηκα, ζεματισμένος, η, ο, βλ. ζεματάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεματώ — βλ. ζεματάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”